- αμοιρολόγητος
- η , ο неоплаканный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμοιρολόγητος — και λόητος, η, ο [μοιρολογώ] (για νεκρούς) αυτός που δεν τόν μοιρολόγησαν, δεν τόν θρήνησαν με μοιρολόγια, άκλαυτος, αθρήνητος … Dictionary of Greek
αμοιρολόγητος — η, ο αυτός που δε μοιρολογήθηκε δε θρηνήθηκε στην ταφή του: Χάθηκε το παιδάκι μου στην ξενιτιά αμοιρολόγητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγοος — ἄγοος, ον (Α) [γόος] αυτός που δεν θρηνήθηκε με γόους, άκλαυτος, αμοιρολόγητος … Dictionary of Greek
αθρήνητος — η, ο (Μ ἀθρήνητος, ον) [θρηνῶ] αυτός που δεν θρηνήθηκε από κανένα, αμοιρολόγητος, άκλαυτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θρηνήσει όσο τού αξίζει … Dictionary of Greek
αθρήνητος — η, ο άκλαυτος, αμοιρολόγητος: Πέθανε στην ξενιτιά αθρήνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)